αγκαλά

αγκαλά
(σύνδ.)
αν και, μολονότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύναψη σε μια λέξη τής φράσης «αν καλά» από χρήσεις όπως: «έτσι λες εσύ
αν καλά όμως θυμάμαι, δεν έχεις δίκιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγκαλά — σύνδ. επανορθωτικός, αν και, μολονότι: Αγκαλά και το περίμενα, όμως στενοχωρήθηκα που τ άκουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγκάλας — ἀγκάλᾱς , ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκάλᾱς , ἀγκάλη bent arm fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκάλαι — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl ἀγκάλᾱͅ , ἀγκάλη bent arm fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”